κυβερνητῆρα

κυβερνητῆρα
κυβερνητήρ
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • PLUMBUM — Graece μόλυβδος, a Midacrito inventum, primumque e Cassiteride Insul. apportatum, Plin. l. 7. c. 56. aliud album, aliud nigrum est. De illo idem, l. 34. c. 17. Album incoquitur aereis operibus Galliarum inventô, ita ut vix discerni queat ab… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διασφηκούμαι — διασφηκοῡμαι ( όομαι) (Α) 1. γίνομαι σαν σφήκα, σφίγγομαι στη μέση («εἶτα θαυμάζει μ ὁρῶν μέσον διεσφηκωμένον») 2. δένω σφιχτά («θῶρα κυβερνητῆρα διεσφήκωσε χαλινῷ» έδεσε σφιχτά με χαλινάρι το άγριο ζώο, το δεμένο στο αμάξι) …   Dictionary of Greek

  • κυβερνητήρ — κυβερνητήρ, ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. κυβερνήτειρα (Α) [κυβερνώ] 1. αυτός που κυβερνά 2. πηδαλιούχος («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», Ομ. Οδ.) 3. ως επίθ. αυτός με τον οποίο κυβερνά κάποιος («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”